Όμηρος και Πρόκλος —
Διάλογος στο φως του μεσημεριανού Νου στη μεγάλη Σκηνή του Κόσμου
Φανταστική συνομιλία, στις ακτές της Κοσμικής Θάλασσας της Αντίληψης
Ο φιλόσοφος και ο ποιητής, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου, αναμετρώνται με την Αλήθεια.
ΠΡΟΚΛΟΣ
Όμηρε, εσύ έπλασες θεούς με ανθρώπινα πάθη.
Κι όμως εγώ, διαβάζοντας πίσω απ’ τις λέξεις σου,
σ’ αναγνωρίζω ως μύστη, όχι απλό ραψωδό.
Πες μου: Στην Ιλιάδα, πού κρύβεται η ουσία του κόσμου;
ΟΜΗΡΟΣ (με πραότητα)
Στις μάχες, Πρόκλε.
Όχι στις εξωτερικές, μα στις εσωτερικές.
Ο Αχιλλέας δεν παλεύει μόνο με τον Έκτορα,
παλεύει με τον ίδιο του τον θυμό,
με το φως και τη σκιά της ψυχής του.
ΠΡΟΚΛΟΣ
Και η Οδύσσεια; Είναι άραγε μόνο το ταξίδι ενός άνδρα
ή κάτι βαθύτερο;
ΟΜΗΡΟΣ
Δεν είναι ο νόστος προς την Ιθάκη.
Είναι ο νόστος της ψυχής προς τον εαυτό της.
Η Οδύσσεια είναι η πορεία επιστροφής στο φως,
μέσα από τις θύελλες του κόσμου και των παθών.
ΠΡΟΚΛΟΣ
Έτσι λοιπόν, οι θεοί σου δεν είναι φαντασίες.
Είναι αρχές. Συμβολισμοί.
Ο Δίας, ο νους. Η Αθηνά, η φρόνηση.
Ο Ποσειδώνας, η ορμή της ύλης.
ΟΜΗΡΟΣ (χαμογελώντας)
Κάθε θεός μου έχει πολλαπλό πρόσωπο.
Όπως και ο άνθρωπος. Όπως και η αλήθεια.
ΠΡΟΚΛΟΣ
Οι ποιητές, λέει ο Πλάτων, πρέπει να εξοριστούν από την ιδανική Πολιτεία.
Μα εσύ, Όμηρε, δεν είσαι απλός ποιητής.
Είσαι θεμελιωτής ενός κόσμου νοητού.
Δεν σε εξορίζω — σε προσκαλώ.
ΟΜΗΡΟΣ
Και εγώ, φιλόσοφε, δεν γράφω για να δοξαστώ,
αλλά για να υπομνήσω και να θυμίσω.
Η ποίηση δεν είναι τέλος.
Είναι πέπλο.
Όποιος το διαπεράσει με το βλέμμα του,
θα δει την Αρχή.

Σιωπή. Το φως πέφτει κάθετα.
Δυο σκιές ακουμπούν ελαφρά η μία την άλλη.
Ο χρόνος αποσύρεται.
Μένει μόνο ο Λόγος ο Ομηρικός και ένα Παιδί που τον ακούει προσεκτικά ανάμεσα στο Φως και τη Σκιά των Δένδρων
Η σκηνή αυτή, λουσμένη στο φως της γνώσης και του στοχασμού, αποτυπώνει τη διαχρονική αλυσίδα της παράδοσης: ο λόγος, η ποίηση, η φιλοσοφία — όλα για εκείνον που είναι έτοιμος να ακούσει.
Αστραία
Ήταν ένα μεσημέρι λουσμένο στο φως — εκείνο το απόλυτο φως που δεν χαρίζεται, μα αποκαλύπτει. Πάνω σε έναν βράχο κοντά στη θάλασσα, καθισμένοι κάτω απ’ τον ίσκιο μιας ιερής δάφνης, ο Όμηρος και ο Πρόκλος συνομιλούσαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Όμηρος, γέροντας με λευκή γενειάδα και μάτια κλειστά στον κόσμο μα ανοιχτά στον λόγο, κρατούσε ραβδί από ελιά, σημάδι πορείας και μνήμης. Δίπλα του ο Πρόκλος, με βλέμμα που έκαιγε πιο πολύ απ’ τον ήλιο, μιλούσε όχι για να εξηγήσει, αλλά για να φανερώσει.
Λίγο πιο πέρα, ένα παιδί – ούτε οκτώ χρονών – καθόταν οκλαδόν, σφιχτά αγκαλιάζοντας έναν τόμο με τίτλο: «Ομηρικά Έπη». Δεν μιλούσε. Μα άκουγε. Με τα αυτιά, με τα μάτια, με κάθε κύτταρο της ψυχής του.
Και για μια στιγμή, όλα σώπασαν: η θάλασσα, τα πουλιά, ο άνεμος. Μόνο η σκέψη είχε φωνή.
Κι ήταν αυτή η στιγμή που η παράδοση πέρασε — όχι μέσα από σχολές, μα από βλέμμα σε βλέμμα.